- ακορόιδευτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν κοροϊδεύτηκε, δε γελάστηκε: Δεν αφήνει άνθρωπο ακορόιδευτο.2. αυτός που δεν μπορεί να κοροϊδευτεί, να εξαπατηθεί: Μη ζητήσεις να τον γελάσεις· είναι άνθρωπος ακορόιδευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.